αλαβαστροφόρος

αλαβαστροφόρος
ἀλαβαστροφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει αγγεία (από αλάβαστρο συνήθως).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλάβαστρος + -φόρος < φέρω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀλαβαστροφόρος — carrying vases masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλαβαστροφόρον — ἀλαβαστροφόρος carrying vases masc/fem acc sg ἀλαβαστροφόρος carrying vases neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαβαστοφόρος — ἀλαβαστοφόρος, ον (Α) ο αλαβαστροφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλάβαστος + φόρος < φέρω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”